- τρυγικός
- -ή, -ό / τρυγικός, -ή, -όν, ΝΜΑνεοελλ.1. αυτός που έχει φτειαχτεί από τρυγία2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τρυγία ή αυτός που περιέχει την παραπάνω ουσία3. φρ. α) «τρυγικό οξύ»χημ. άκυκλη οργανική ένωση, κορεσμένο δικαρβονικό υδροξύ, γνωστό και με τη συστηματική ονομασία διυδροξυ-βουτανοδιοϊκό οξύβ) «τρυγικό άλας»χημ. άλας τού τρυγικού οξέοςγ) «όξινο τρυγικό κάλιο»χημ. συστατικό τής ακατέργαστης τρυγίας τού κρασιού, από την οποία είναι δυνατή η εξαγωγή του, που αποτελεί ενδιάμεσο κατά την παρασκευή τού τρυγικού οξέος και χρησιμοποιείται στη ζαχαροπλαστική ως συστατικό διογκωτικών μέσων, αλλ. λευκή τρυγίαδ) «τρυγικό καλιονάτριο»χημ. οργανική ένωση που παρασκευάζεται από το όξινο τρυγικό κάλιο με εξουδετέρωσή του μέσω ανθρακικού νατρίου και χρησιμοποιείται στην τυροκομική, στη φαρμακευτική και για τη στίλβωση τού αργύρουε) «τρυγικό καλιοαντιμονύλιο»(χημ.-φαρμ.) οργανική ένωση που παρασκευάζεται κατά την κατεργασία τής λευκής τριγίας με τριοξείδιο τού αντιμονίου και χρησιμοποιείται στη φαρμακευτική ως εμετικό, καθώς και ως εντομοκτόνο και ως πρόστυμμα κατά τη βαφή υφασμάτων, αλλ. εμετική τρύγααρχ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κωμωδία, κωμῳδικός*.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρύξ, τρυγός (για τη σημ. βλ. και λ. τρυγῳδός)].
Dictionary of Greek. 2013.